- θρυοπώλιον
- θρῠο-πώλιον, τό,A rush-seller's shop, UPZ12.13 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρυοπώλιον — και θροιοπόλιον, τὸ (Α) [θρυοπώλης] τόπος όπου πωλούνται βούρλα … Dictionary of Greek